φιαλίδιον

φιαλίδιον
φῐᾰλ-ίδιον, τό, Dim. of φιάλη, Hero Spir.1.12:—also [suff] φῐᾰλ-ιον, τό, Eub.69, Arist.Mir.832b26, IG7.303.58 (Orop.), 11(2).161B27, al. (Delos, iii B. C.), etc.; [suff] φῐᾰλ-ίς, ίδος, , Luc.Lex.7; [suff] φῐᾰλ-ίσκη, , [dialect] Dor. [suff] φῐᾰλ-ίσκα, Schwyzer182a8 (Gortyn, v/iv B. C.), Sch.Ar.Ra.1403; [suff] φῐᾰλ-ίσκος, , prob. in BSA18.184 (Maced.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιαλίδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιαλίδιο — το / φιαλίδιον, ΝΜΑ υποκορ. μικρή φιάλη νεοελλ. (μυκητ.) εξειδικευμένο όργανο ορισμένων μυκήτων, το οποίο έχει συνήθως το σχήμα φιάλης και αναπτύσσεται από τον κονιδιοφόρο και μέσα ή πάνω στο οποίο παράγονται τα κονίδια τα οποία είναι γνωστά ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”